αψίκορος

αψίκορος
ος , ον
1) быстро насыщающийся; пресыщающийся; 2) непостоянный, изменчивый (в желаниях, увлечениях и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αψίκορος" в других словарях:

  • ἁψίκορος — quickly sated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψίκορος — η, ο (Α ἁψίκορος, ον) 1. αυτός που χορταίνει γρήγορα 2. ευμετάβλητος, άστατος νεοελλ. ευερέθιστος, οξύθυμος αρχ. αυτός που εύκολα χορταίνει ή ικανοποιεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + κόρος (Ι) < κορέννυμι «χορταίνω»] …   Dictionary of Greek

  • αψίκορος — η, ο αυτός που χορταίνει μόλις εγγίσει το φαγητό, ευμετάβλητος, άστατος: Οι Αθηναίοι ήταν λαός αψίκορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁψικόρως — ἁψίκορος quickly sated adverbial ἁψίκορος quickly sated masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψίκορον — ἁψίκορος quickly sated masc/fem acc sg ἁψίκορος quickly sated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικόροις — ἁψίκορος quickly sated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικόρους — ἁψίκορος quickly sated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψικόρῳ — ἁψίκορος quickly sated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁψίκοροι — ἁψίκορος quickly sated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψικορία — η (Α ἁψικορία) [αψίκορος] 1. το να αισθάνεται κανείς γρήγορα κορεσμό για κάποιο πράγμα 2. η εύκολη ικανοποίηση και εναλλαγή των επιθυμιών …   Dictionary of Greek

  • αψύς — ιά, ύ και αψός, ή, ό (Μ ἁψύς, εῑα, ύ) Ι. 1. οξύθυμος, ευέξαπτος 2. (για τον έρωτα) φλογερός 3. (για μέταλλο) ακατέργαστος, αμιγής μσν. νεοελλ. 1. γρήγορος 2. αυθάδης, θρασύς νεοελλ. 1. οξύς, δριμύς (στη γεύση) 2. ζωηρός, δραστήριος 3. πολύ ζεστός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»